Ενθαρρυντικά νέα για τον καρκίνο του μαστού
Nέα δεδομένα δείχνουν ότι η χορήγηση βιολογικών και χημειοθεραπευτικών παραγόντων βοηθά τις ασθενείς με πρώιμο καρκίνο του μαστού να ζήσουν περισσότερο χωρίς υποτροπή της νόσου τους. Σύμφωνα με πρόσφατες ανακοινώσεις από το μεγαλύτερο συνέδριο για τον Καρκίνο του Μαστού στις ΗΠΑ (Σαν Αντόνιο):
- Η προεγχειρητική χορήγηση τραστουζουμάμπης σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία βοηθά το 70% των ασθενών με τοπικά προχωρημένο ΗER-2 θετικό καρκίνο μαστού, μια ιδιαίτερα επιθετική μορφή καρκίνου μαστού, να ζήσουν περισσότερο χωρίς υποτροπή της νόσου.
- Πρώιμα δεδομένα δείχνουν ότι η καπεσιταμπίνη, μια από του στόματος χημειοθεραπεία, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπών κατά 34% στον πρώιμο καρκίνο μαστού.
Ενθαρρυντικά είναι τα νέα από το μεγαλύτερο συνέδριο του καρκίνου του μαστού που γίνεται παγκόσμια στο Σαν Αντόνιο των ΗΠΑ, για την αντιμετώπιση μιας ιδιαίτερα επιθετικής μορφής καρκίνου του μαστού. Με την προσθήκη του εξανθρωποποιημένου μονοκλωνικού αντισώματος τραστουζουμάμπη στη χημειοθεραπεία, επιτυγχάνεται επιβίωση χωρίς ένδειξη της νόσου στο 70% των γυναικών ασθενών με θετικό στο HER2 πρώιμο καρκίνο μαστού. Οι ασθενείς με πρώιμο, αλλά τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού, των οποίων η νόσος έχει εξαπλωθεί σε ιστούς, όπως το δέρμα, τους μυς ή τους λεμφαδένες, αντιμετωπίζουν γενικά υψηλό κίνδυνο υποτροπής και έχουν μικρό προσδόκιμο ζωής. «Οι γυναίκες με τοπικά προχωρημένο, θετικό στο HER2 καρκίνο του μαστού είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν», επεσήμανε ο εκ των βασικών ερευνητών, Καθηγητής κ. Luca Gianni από το Εθνικό Ογκολογικό Ινστιτούτο του Μιλάνου. Σκοπός της προεγχειρητικής (εισαγωγικής) θεραπείας σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού είναι να περιορίσει την τοπική επέκταση του όγκου, ώστε να κάνει εφικτή τη χειρουργική επέμβαση.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, ο Παθολόγος Ογκολόγος, κ. Αθανάσιος Αλεξόπουλος, δήλωσε: «Η τραστουζουμάμπη έχει δείξει ότι αποτελεί σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση του μεταστατικού καρκίνου μαστού», για να εξηγήσει: «Έχει, επίσης, δείξει μεγάλο όφελος στις HER2 θετικές ασθενείς όταν χορηγείται μετεγχειρητικά. Τα αποτελέσματα της μελέτης NOAH, όπως αναμενόταν, έδειξαν το σημαντικό όφελος που προσφέρει η χορήγηση του Herceptin προεγχειρητικά σε τοπικά προχωρημένη νόσο. Λόγω του υψηλού ποσοστού παθολογοανατομικών πλήρων υφέσεων (pCR,) σχεδόν διπλάσια από τη θεραπεία χωρίς Herceptin, θα μπορούσε να έχει σημαντικό όφελος και στους μεγάλους όγκους όταν χορηγείται προεγχειρητικά, με αποτέλεσμα καλύτερα κοσμητικά αποτελέσματα».
Η από του στόματος χημειοθεραπεία στον πρώιμο καρκίνο του μαστού: Πρόσφατα δεδομένα από μια ανεξάρτητη μελέτη σε Φιλανδία και Σουηδία καταδεικνύουν ότι η καπεσιταμπίνη, ένας από του στόματος χημειοθεραπευτικός παράγοντας ο οποίος έχει ήδη δοκιμαστεί σε προχωρημένο καρκίνο του μαστού, όταν συνδυάζεται με άλλους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες μπορεί, επίσης, να μειώσει την υποτροπή του πρώιμου καρκίνου του μαστού και να βοηθήσει τις γυναίκες να ζήσουν περισσότερο.
«Η από του στόματος χορηγούμενη θεραπεία, μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλες χημειοθεραπείες, βελτιώνει την επιβίωση σε ασθενείς με προχωρημένο καρκίνο του μαστού», δήλωσε ο καθηγητής Heikki Joensuu, από το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Ελσίνκι. Τα δεδομένα αυτά σημείωσε δείχνουν ότι οι γυναίκες μπορούν να ωφεληθούν σε πιο πρώιμα στάδια της νόσου και να ζήσουν περισσότερο χωρίς καρκίνο.
«Σύμφωνα με τα πρώιμα αποτελέσματα της μελέτης FINXX φαίνεται ότι ο ρόλος της καπεσιταμπίνης στη μετεγχειρητική θεραπεία του καρκίνου μαστού είναι σημαντικός. Οι πιθανότητες επιβίωσης θεωρούνται ιδιαίτερα υψηλές. Παρά την επιφυλακτικότητα στα πρώιμα αποτελέσματα κλινικών μελετών, οι πολύ τεκμηριωμένες γενικά απόψεις των Σκανδιναβών αφ’ ενός, και η εξαιρετική δραστικότητα της καπεσιταμπίνης στη μεταστατική νόσο αφ’ ετέρου, είναι πολύ πιθανό ότι θα καταστήσουν το Xeloda σημαντικό θεραπευτικό παράγοντα στη μετεγχειρητική θεραπεία του καρκίνου του μαστού», σχολιάζει ο παθολόγος ογκολόγος κ. Αθανάσιος Αλεξόπουλος. Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πιο συχνά εμφανιζόμενος καρκίνος στις γυναίκες παγκοσμίως. Οι νέες διαγνώσεις, υπερβαίνουν σε ετήσια βάση το ένα εκατομμύριο παγκοσμίως, ενώ εκτιμάται ότι τουλάχιστον 400.000 άτομα αποβιώνουν από τη νόσο κάθε χρόνο.